- ἐριώλην
- ἐριώληwhirlwindfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… … Dictionary of Greek